ὁλοκαυτισμός

ὁλοκαυτισμός
ὁλοκαυτισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολοκαυτισμός — ὁλοκαυτισμός, ὁ (Α) [ολοκαυτίζω] (κατά τον Φώτ.) «ὁλοκαύτησις» …   Dictionary of Greek

  • ὁλοκαυτισμούς — ὁλοκαυτισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”